- πατροπασχίτες
- Αιρετικοί χριστιανοί του 3ου αι., που δίδασκαν ότι «ο Πατήρ ενηνθρώπισεν εν τω Υιώ». Τους π. πολέμησε ο Τερτυλλιανός με το έργο του Adversus Praxean και ο Ιππόλυτος με το Σύνταγμα κατά αιρέσεων λδ’. Τελικά ο Ωριγένης, στη σύνοδο που συγκροτήθηκε το 244 στην Αραβία, έπεισε πολλούς π. να ανακαλέσουν. Το γεγονός οδήγησε, τελικά, στον εκφυλισμό της αίρεσης.
* * *οι / πατροπασχῑται, ΝΜαιρετικοί τής χριστιανικής διδασκαλίας, τάση τού μοναρχιανισμού τού 3ου αιώνα, διακρινόμενη σε δύο ρεύματα, που προσπαθούσε να αναδείξει την απόλυτη μοναρχία τής Αγίας Τριάδας, αλλά δεχόταν τα τρία πρόσωπα τής Αγίας Τριάδας ως τρεις τρόπους διαδοχικής φανερώσεως τού Θεού στον κόσμο, ότι δηλ. ο Θεός εμφανίστηκε στην Παλαιά Διαθήκη ως Πατήρ, στην Καινή Διαθήκη ως Υιός που υπέστη τον σταυρικό θάνατο και στην εποχή τής Εκκλησίας ως Αγιο Πνεύμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού λατ. Patripassiani < πατήρ, πατρός + πάσχω].
Dictionary of Greek. 2013.